-
1 εσίτευεν
-
2 ἐσίτευεν
См. также в других словарях:
ἐσίτευεν — ἐσί̱τευεν , σιτεύω feed imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εσίτευεν
2 ἐσίτευεν
ἐσίτευεν — ἐσί̱τευεν , σιτεύω feed imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)