-
1 εσόψομαι
-
2 ἐσόψομαι
-
3 ἐσόψομαι
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐσόψομαι
-
4 εἰςοράω
εἰς - οράω, εἰσορόωσι, opt. - ορόῳτε, part. - ορόων and - ῶν, aor. εἰσεῖδον, ἔσιδον, iter. ἐσίδεσκεν, fut. ἐσόψομαι: look upon, behold, act. and mid.; the part. is often added to verbs by way of amplification, σέβας μ' ἔχει εἰσορόωντα, Od. 6.161; so the inf. epexegetically, ὀξύτατον πέλεται φάος εἰσοράασθαι, Il. 14.345.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > εἰςοράω
См. также в других словарях:
ἐσόψομαι — εἰσοράω look into aor subj mid 1st sg (epic) εἰσοράω look into fut ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)