Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐσχάρωσις

См. также в других словарях:

  • ἐσχάρωσις — formation of aneschar fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσχάρωσιν — ἐσχάρωσις formation of aneschar fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εσχάρωση — η (Α ἐσχάρωσις) [εσχαρώ] ο σχηματισμός εσχάρας έλκους, το κακάδιασμα πληγής …   Dictionary of Greek

  • ἐσχαρώσεως — ἐσχαρώσεω̆ς , ἐσχάρωσις formation of aneschar fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»