-
1 εσχαρη
-
2 κονια
эп.-ион. κονίη (ῐ, но ῑ в трехсложных формах и в арсисе последней стопы у Hom.) ἥ тж. pl.1) пыль, песок, прах(ὦρτο κ. ἐκ πεδίου Hom.; πεσεῖν ἐν κονίῃσι Hom., Hes.)
2) пепел, зола(καθέζετο ἐπ΄ ἐσχάρῃ ἐν κονίῃσιν, sc. Ὀδυσσεύς Hom.)
3) щелок(κ. γίνεται ὕδατος εἰς τέφραν ἐμπεσόντος Plut.)
λοῦσαι ἄνευ κονίας Arph. — мыть без щелока, перен. без затруднений
См. также в других словарях:
ἐσχάρη — ἐσχάρα hearth fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσχάρῃ — ἐσχάρα hearth fem dat sg (epic ionic) ἐσχάρα hearth fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσχάρηι — ἐσχάρῃ , ἐσχάρα hearth fem dat sg (epic ionic) ἐσχάρῃ , ἐσχάρα hearth fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχάρα — η / ἐσχάρα, ΝΜΑ, και σκάρα και λόγιος τ. εσχάρα Ν, και σχάρα Μ, και ιων. τ. έσχάρη Α 1. μαγειρική συσκευή από παράλληλες σιδερένιες ράβδους συνδεδεμένες στα άκρα τους πάνω στην οποία ψήνονται κρέατα, ψάρια και εδέσματα («ψάρια στη σχάρα») 2.… … Dictionary of Greek
εστία — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωμετρία (ε. κωνικής τομής) και στην οπτική (ε. ενός οπτικού συστήματος). Στη γεωμετρία, ένα σημείο F του επιπέδου μιας κωνικής τομής Κ ονομάζεται: μία ε. της Κ, εάν και μόνο εάν, για κάθε σημείο Μ = (x,ψ) της Κ η… … Dictionary of Greek
κρειοδόκος — κρειοδόκος, ον (Α) φρ. «κρειοδόκος ἐσχάρη» σχάρα πάνω στην οποία τοποθετούνται κομμάτια κρέας για ψήσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρειο (πρβλ. κρε[ο] ) + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. βου δόκος, μηλο δόκος] … Dictionary of Greek
χήρατον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐσχάρη» … Dictionary of Greek