-
1 εσφηνωμένους
-
2 ἐσφηνωμένους
См. также в других словарях:
ἐσφηνωμένους — σφηνόω shape like a wedge perf part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εσφηνωμένους
2 ἐσφηνωμένους
ἐσφηνωμένους — σφηνόω shape like a wedge perf part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)