-
1 εστίβημαι
-
2 ἐστίβημαι
-
3 στειβω
(преимущ. praes. и impf.; эп. impf. στεῖβον; pf. pass. ἐστίβημαι)1) топтать, попирать(νέκυας Hom.)
κέλευθον ποδὴ σ. Eur. — идти по дороге2) втаптывать(εἵματα ἐν βόθροισι Hom.)
3) утаптывать(ποσί τι Anth.)
οἱ στειβόμεναι ὁδοί Xen. — большие дороги4) ходить, бродить(κατὰ πέτρης κάρηνα HH.)
; мчаться, нестись(κύνες στείβουσι Eur.)
См. также в других словарях:
ἐστίβημαι — στιβέω tread perf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)