-
1 στραταομαι
1) располагаться лагерем(ἐστρατόωντο παρ΄ ὄχθας Σαγγαρίοιο Hom.)
2) идти войной(πρὸς τείχεα Θήβης Hom.)
См. также в других словарях:
ἐστρατόωντο — στρατάω% 2 imperf ind mp 3rd pl (epic) στρατόω to be on a campaign imperf ind mp 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐστρατόωνθ' — ἐστρατόωντο , στρατάω% 2 imperf ind mp 3rd pl (epic) ἐστρατόωντο , στρατόω to be on a campaign imperf ind mp 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)