-
1 εστολισμένου
-
2 ἐστολισμένου
См. также в других словарях:
ἐστολισμένου — στολίζω put in trim perf part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εστολισμένου
2 ἐστολισμένου
ἐστολισμένου — στολίζω put in trim perf part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)