-
1 εστολισμέναι
στολίζωput in trim: perf part mp fem nom /voc plἐστολισμένᾱͅ, στολίζωput in trim: perf part mp fem dat sg (doric aeolic) -
2 ἐστολισμέναι
στολίζωput in trim: perf part mp fem nom /voc plἐστολισμένᾱͅ, στολίζωput in trim: perf part mp fem dat sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
ἐστολισμέναι — στολίζω put in trim perf part mp fem nom/voc pl ἐστολισμένᾱͅ , στολίζω put in trim perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολίζω — ΝΜΑ [στόλος / στολή] 1. διακοσμώ, κοσμώ, καλλωπίζω, ντύνω με ωραία ενδύματα και κοσμήματα (α. «στολίζουν τη νύφη» β. «νέον τινὰ στολίσαντες ὡς κόρην», Τζέτζ. γ. «τὸ ἀγαλμάτιον στολίζουσι καὶ κοσμοῡσι», Πλούτ.) 2. (το μεσοπαθ.) στολίζομαι α) φορώ… … Dictionary of Greek