Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐστολισμέναι

См. также в других словарях:

  • ἐστολισμέναι — στολίζω put in trim perf part mp fem nom/voc pl ἐστολισμένᾱͅ , στολίζω put in trim perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολίζω — ΝΜΑ [στόλος / στολή] 1. διακοσμώ, κοσμώ, καλλωπίζω, ντύνω με ωραία ενδύματα και κοσμήματα (α. «στολίζουν τη νύφη» β. «νέον τινὰ στολίσαντες ὡς κόρην», Τζέτζ. γ. «τὸ ἀγαλμάτιον στολίζουσι καὶ κοσμοῡσι», Πλούτ.) 2. (το μεσοπαθ.) στολίζομαι α) φορώ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»