-
1 στιβάζω
3 [voice] Med., follow the track, track out, Aesar. ap. Stob.1.49.27.4 ἐστιβασμένος over-dressed, opp. ῥυπαροφόρος, Steph.in Hp.2.251 D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στιβάζω
См. также в других словарях:
στιβάζω — (I) ΜΑ [στίβος] 1. πατώ, καταπατώ 2. μέσ. στιβάζομαι ακολουθώ τα ίχνη κάποιου, ανιχνεύω («ἴχνια γὰρ ἐν αὐτῷ στιβαζόμενος εὕροιτό τις καὶ μαστευόμενος», Αίσ.). (II) ΜΑ [στιβάς, άδος] 1. παθ. στιβάζομαι εκτείνω, απλώνω ως στρωμνή («ἡ στρωμνὴ ἔσται… … Dictionary of Greek