Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐστιβασμένος

См. также в других словарях:

  • στιβάζω — (I) ΜΑ [στίβος] 1. πατώ, καταπατώ 2. μέσ. στιβάζομαι ακολουθώ τα ίχνη κάποιου, ανιχνεύω («ἴχνια γὰρ ἐν αὐτῷ στιβαζόμενος εὕροιτό τις καὶ μαστευόμενος», Αίσ.). (II) ΜΑ [στιβάς, άδος] 1. παθ. στιβάζομαι εκτείνω, απλώνω ως στρωμνή («ἡ στρωμνὴ ἔσται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»