-
1 εσταθμούτο
-
2 ἐσταθμοῦτο
См. также в других словарях:
ἐσταθμοῦτο — σταθμόομαι form an estimate imperf ind mp 3rd sg σταθμόω imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εσταθμούτο
2 ἐσταθμοῦτο
ἐσταθμοῦτο — σταθμόομαι form an estimate imperf ind mp 3rd sg σταθμόω imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)