-
1 εσπεμπω
-
2 εισπεμπω
староатт. ἐσπέμπω1) посылать(τινὰ δόμους τινός Eur.; δύο κοτύλας οἴνου τινί Thuc.; πρέσβεις εἰς τὰς Συρακούσας Plut.)
2) (коварно) подсылать(μάντιν κακοῦργον Soph.)
3) med. принимать (внутрь)(διὰ τοῦ στόματός τι Xen.)
4) противопоставлять
См. также в других словарях:
εισπέμπω — εἰσπέμπω και ἐσπέμπω (Α) 1. στέλνω μέσα ή κάπου 2. στέλνω κάποιον σε κάποιον άλλο εκ μέρους μου 3. (για ρήτορες) στέλνω στο δικαστήριο, δίνω οδηγίες … Dictionary of Greek