-
1 εσπουδασμένως
ἐσπουδασμένωςseriously: indeclform (adverb)σπουδάζωto be busy: perf part mp masc acc pl (doric) -
2 ἐσπουδασμένως
ἐσπουδασμένωςseriously: indeclform (adverb)σπουδάζωto be busy: perf part mp masc acc pl (doric) -
3 ἐσπουδασμένως
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐσπουδασμένως
-
4 λατραβιάζειν
λατραβιάζειν· ἐσπουδασμένως καὶ ἀσήμως λαλεῖν, Hsch.; cf. [full] λατράζειν· βαρβαρίζειν, Id. [full] λατραβός,A = λαμυρός, and [full] λατραβία ( λατραπία cod.), = λαμυρία μετὰ ἐρυθριάσεως, Id.:—also [full] λατραβῶν· ἀλαζονευόμενος, and [full] ἐλατράβιζον· τὸ βωμολοχεύειν καὶ πανουργεῖν λατραβίζειν ἔλεγον, Id. [full] λατράζειν, v. λατραβιάζειν. [full] λατραίω, v. λατρείω. [full] λάτραψ· ὑετός, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λατραβιάζειν
-
5 ἀνεψαινυγμένως
ἀνεψαινυγμένως· ἐσπουδασμένως, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνεψαινυγμένως
-
6 λατραβός
Grammatical information: adj.Meaning: λαμυρός, avariciuous, gluttonous, lasciviousOther forms: λατραβῶν ἁλαζονευόμενος H.; ἐλατράβιζον τὸ βωμολοχεύειν καὶ πανουργεῖν λατραβίζειν ἔλεγον H.; λατραβίζειν ἐσπουδασμένως καὶ ᾳ᾽σήμως λαλεῖν H.; cf. λατραπία λαμυρία μετὰ ἐρυθριάσεως Η. Also λάτραψ ὑετός (cf. λαῖλαψ `id.')?Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Fur. 199 connects λατράζειν βαρβαρίζειν H., and λαθροῦν βλάπτειν H., further λαιθαρυζειν λαμυρῶσαι, διαπράξασθαι H (and λαιθυράζω); these proposed connections cannot be considered certain. The form λατραβ-\/π- is Pre-Greek.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λατραβός
См. также в других словарях:
εσπουδασμένως — ἐσπουδασμένως (Α) 1. επίρρ. σπουδαία, σοβαρά 2. με ζήλο 3. γρήγορα, εσπευσμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εσπουδασμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού σπουδάζω] … Dictionary of Greek
ἐσπουδασμένως — seriously indeclform (adverb) σπουδάζω to be busy perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατραβιάζειν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐσπουδασμένως καὶ ἀσήμως λαλεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. λατραβιάζειν και λατραβίζω συνδέονται με το λατ. latrō, πιθ. με σημ. «γαβγίζω»] … Dictionary of Greek