-
1 εσπευσμένως
ἐσπευσμένωςwith eager haste: indeclform (adverb)σπεύδωset going: perf part mp masc acc pl (doric) -
2 ἐσπευσμένως
ἐσπευσμένωςwith eager haste: indeclform (adverb)σπεύδωset going: perf part mp masc acc pl (doric) -
3 ἐσπευσμένως
A with eager haste, D.H.Dem.54, J.AJ 5.6.3, Arr.Epict.1.20.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐσπευσμένως
См. также в других словарях:
ἐσπευσμένως — with eager haste indeclform (adverb) σπεύδω set going perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εσπευσμένως — (ΑΜ ἐσπευσμένως) επίρρ. εν τάχει, γρήγορα, βιαστικά νεοελλ. επιπόλαια, αμελέτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εσπευσμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού σπεύδω] … Dictionary of Greek
παραβιάζω — ΝΑ κάνω κάτι χρησιμοποιώντας βία, εισχωρώ κάπου με την βία ή ανοίγω κάτι χρησιμοποιώντας βίαια μέσα νεοελλ. 1. παραβαίνω νόμο, αθετώ συμφωνία 2. αναγκάζω κάποιον να βιαστεί πολύ, να ενεργήσει γρήγορα, να επισπεύσει κάτι 3. κάνω κάτι εσπευσμένως 4 … Dictionary of Greek