-
1 εσπειραμένος
ἐσπειρᾱμένος, σπειράομαιto be coiled: perf part mp masc nom sg (attic)ἐσπειρᾱμένος, σπειράομαιto be coiled: perf part mp masc nom sg (doric aeolic) -
2 ἐσπειραμένος
ἐσπειρᾱμένος, σπειράομαιto be coiled: perf part mp masc nom sg (attic)ἐσπειρᾱμένος, σπειράομαιto be coiled: perf part mp masc nom sg (doric aeolic) -
3 σπειράομαι
A to be coiled or folded round,πέντε ζῶναι ἐσπείρηντο Eratosth.16.3
; πέριξ.. σπειρηθεὶς [δράκων] Nic. Th. 457;δράκοντα.. ἐσπειραμένον περὶ τὸ ἀγγεῖον Paus.10.33.9
;σχοινίου ἐσπειραμένου S.E.P.1.227
: c. dat., ὄφεις ἐσπειρημένους τοῖς παισίν coiled round them, f.l. in Sch.Lyc.p.5 S. for ἐπῃωρημένους.2 metaph.,λόγος ἐσπειραμένος πρὸς δεινότητα Demetr.Eloc.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπειράομαι
См. также в других словарях:
ἐσπειραμένος — ἐσπειρᾱμένος , σπειράομαι to be coiled perf part mp masc nom sg (attic) ἐσπειρᾱμένος , σπειράομαι to be coiled perf part mp masc nom sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπειρώμαι — άομαι, ΝΑ [σπεῑρα] συστρέφομαι, περιελίσσομαι, συσπειρώνομαι («δράκοντα... ἐσπειραμένον περὶ τὸ ἀγγεῑον», Παυσ.) αρχ. (το αρσ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) ἐσπειραμένος (για λόγο) αυτός που περιέχει φραστικούς ελιγμούς … Dictionary of Greek