-
1 εσπανίζομεν
-
2 ἐσπανίζομεν
См. также в других словарях:
ἐσπανίζομεν — σπανίζω to be rare imperf ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εσπανίζομεν
2 ἐσπανίζομεν
ἐσπανίζομεν — σπανίζω to be rare imperf ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)