-
1 εσκάριζε
-
2 ἐσκάριζε
См. также в других словарях:
ἐσκάριζε — σκαρίζω jump imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εσκάριζε
2 ἐσκάριζε
ἐσκάριζε — σκαρίζω jump imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)