-
1 εσιερημένοι
-
2 ἐσιερημένοι
См. также в других словарях:
ἐσιερημένοι — ἐσῑερημένοι , εἰσ ἱεράομαι to be a priest perf part mp masc nom/voc pl (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εσιερημένοι
2 ἐσιερημένοι
ἐσιερημένοι — ἐσῑερημένοι , εἰσ ἱεράομαι to be a priest perf part mp masc nom/voc pl (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)