-
1 εσιδηροφόρησαν
-
2 ἐσιδηροφόρησαν
См. также в других словарях:
ἐσιδηροφόρησαν — σιδηροφορέω bear iron aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εσιδηροφόρησαν
2 ἐσιδηροφόρησαν
ἐσιδηροφόρησαν — σιδηροφορέω bear iron aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)