-
1 εσθεομαι
pass. (только part. pf. ἠσθημένος - ион. ἐσθημένος) одеватьсяἐσθῆτα Μηδικέν ἐοθημένοι Her. — одетые в индийскую одежду;
ἠσθημένοι πέπλοισι Eur. — одетые в платья -
2 ησθημενος
-
3 απεσθεομαι
1 εσθεομαι
ἐσθῆτα Μηδικέν ἐοθημένοι Her. — одетые в индийскую одежду;
2 ησθημενος
3 απεσθεομαι