-
1 εσβατός
-
2 ἐσβατός
См. также в других словарях:
ἐσβατός — εἰσβατός accessible masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εσβατός
2 ἐσβατός
ἐσβατός — εἰσβατός accessible masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)