-
1 εσαθρώθησαν
-
2 ἐσαθρώθησαν
-
3 σαθρόω
A make unsound or feeble, LXXJd.10.8 (cod. A):—[voice] Pass.,οἰκίας δύο μέρη ἐσαθρώθησαν PLond.5.1708.77
(vi A.D.), cf. Gloss.
См. также в других словарях:
ἐσαθρώθησαν — σαθρόω make unsound aor ind pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαθρώ — σαθρῶ, όω, ΝΜΑ, στα νεοελλ. κυρίως η μτχ. παθ. παρακμ. σαθρωμένος, η, ο [σαθρός] κάνω κάτι σαθρό, επισφαλές, αδύνατο, εύθραυστο («οἰκίας δύο μέρη ἐσαθρώθησαν», πάπ.) … Dictionary of Greek