-
1 Ενυαλιον
-
2 ενεδρευω
1) (где-л.) устраивать засаду(ἐς τὸν Ἐνυάλιον Thuc., med. εἰς Φλιοῦντα Xen.)
χωρίον κρεῖττον ἐνεδρεῦσαι Plut. — место, более удобное для засад;ἐ. τινά Dem., Plut.; — строить козни против кого-л.2) pass. (где-л.) попадать в засаду, перен. становиться жертвой кознейπρὸς ἀσφάλειαν τοῦ μέ ἐ. Arst. — чтобы предохранить себя от засады;
τῷ χρόνῳ ἐνεδρευθῆναί τι Dem. — коварным образом быть лишенным достаточного времени для чего-л.;παντὴ τρόπῳ ἐνηδρευμένος Luc. — будучи жертвой всяческих козней
См. также в других словарях:
Ἐνυάλιον — Ἐνυάλιος the Warlike masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνυάλιον — ἐνῡάλιον , Ἐνυάλιος the Warlike masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενυάλιος — Αρχαία πολεμική θεότητα. Δεν έχει αποσαφηνιστεί αν Ε. ήταν απλώς προσωνύμιο του Άρη, όπως απαντά στον Όμηρο, ή θεότητα, η οποία, τουλάχιστον αρχικά, ήταν αυτοτελής. Οι μεταγενέστεροι συγγραφείς τον θεωρούν γιο του Άρη και της Ενυούς ή του Κρόνου… … Dictionary of Greek
CAPITALE — I. CAPITALE apud Recentiores, capitis quoque census est, alias Capitalitium, Capitagium et Cavagium, h. e. census quem homines de corpore seu de capite, quotannis domino tenebantur praestare, Germ. Kopffgelt. Cuiusmodi census iu Gallia ut… … Hofmann J. Lexicon universale