Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἐς+κόρακας

  • 1 karga

    κόρακας, κοράκι, κάργια

    Türkçe-Yunanca Sözlük > karga

  • 2 ворон(а)

    зоол. о κόρακας.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ворон(а)

  • 3 ворон

    ворон
    м ὁ κόρακας, τό κοράκι.

    Русско-новогреческий словарь > ворон

  • 4 рак

    рак I
    м зоол. ἡ καραβίδα, ὁ ἀστακός, ὁ ποτάμιος· красный как \рак разг κόκκινος σάν ἀστακός· ◊ показать кому́-л. где \раки зимуют разг га δείχνω κάποιου πόσα ἀπίδια βάζει ὁ σάκος· на безрыбье и \рак рыба погов. στήν ἀναβροχιά καλό καί τό χαλάζι· когда́ \рак свистнет разг ὀταν ἀσπρίσει ὁ κόρακας.
    рак II
    м мед. ὁ καρκίνος.
    Рак III
    м астр. ὁ ἀστερισμός τοῦ Καρκίνου, ὁ Καρκίνος (ζώδιον):
    тропик \рака ὁ Τροπικός τοῦ Καρκίνου.

    Русско-новогреческий словарь > рак

  • 5 crow

    [krəu] 1. noun
    1) (the name given to a number of large birds, generally black.) κόρακας
    2) (the cry of a cock.) λάλημα πετεινού
    2. verb
    1) ((past tense crew) to utter the cry of a cock.) κράζω
    2) (to utter a cry of delight etc: The baby crowed with happiness.) ξεφωνίζω

    English-Greek dictionary > crow

  • 6 ворон

    [βόραν] ουσ. α κόρακας

    Русско-греческий новый словарь > ворон

  • 7 ворон

    [βόραν] ουσ α κόρακας

    Русско-эллинский словарь > ворон

  • 8 ворон

    α.
    κόρακας, -άκι.
    εκφρ.
    куда ворон костей не занесет – στου διαβόλου την τρύπα ή τη μάνα (πολύ μακριά και απόκρυφα).

    Большой русско-греческий словарь > ворон

  • 9 карга

    θ. (απλ.)
    1. (διαλκ.) κόρακας, κορούνα.
    2. παλιόγρια, βρωμόγρια (βρισιά).

    Большой русско-греческий словарь > карга

  • 10 рак

    α.
    αστακός•

    речной рак αστακός ο ποτάμιος (καραβίδα),

    εκφρ.
    знать где -и зимуют – πρέπει να ξέρεις όλες τις τρύπες (να είσαι κάλτσα του διαβόλου)•
    показать, где -и зимуют – (απειλή)• θα σου δείξω εγώ πόσ απίδια παίρνει ο σάκκος•
    стоять (ползти) -ом – στέκομαι (έρπω) στα τέσσερα•
    когда свистнет – όταν λαλήσει η σαρδέλλα ή όταν ασπρίσει ο κόρακας (ποτέ)•
    красный как рак – κόκκινος σαν την παπαρούνα.
    α.
    καρκίνος (ασθένεια).
    α.
    καρκίνος (αστερισμός).

    Большой русско-греческий словарь > рак

  • 11 сизоворонка

    κ. сивоворонка, -а α.
    κόρακας με στιλπνό μελανόφαιο πτέρωμα.

    Большой русско-греческий словарь > сизоворонка

  • 12 Hang

    v. trans.
    P. and V. κρεμαννύναι.
    Make fast on anything: P. and V. ἀρτᾶν.
    Strangle: Ar. and P. ἄγχειν.
    Kill by strangling the neck: V. παρτᾶν δέρην, ἀρτᾶν δέρην.
    Hang fire (met., delay): P. and V. μέλλειν.
    Hang the head: Ar. and P. κύπτειν (absol.), V. νεύειν κάρα.
    Be hung up: P. ἀναρτᾶσθαι.
    Be hanged: V. κρεμασθῆναι ( 1st aor. pass. of κρεμαννύναι.
    Go and hang yourself, interj.: Ar. φθείρου ἐς κόρακας.
    Those who made laws I would have go and hang themselves: V. οἳ δὲ τοὺς νόμους ἔθεντο... κλάειν ἄνωγα (Eur., Cycl. 338).
    Hang up, let alone, v. trans.: P. and V. ἐᾶν.
    Defer: P. and V. ναβάλλεσθαι.
    V. intrans. P. and V. κρέμασθαι, αἰωρεῖσθαι, ἀρτᾶσθαι.
    Be fastened: P. and V. ἀρτᾶσθαι, ἐξαρτᾶσθαι.
    My weapons hanging to my side will speak thus: V. (ὅπλα) πλευρὰ τἀμὰ προσπίτνοντʼ ἐρεῖ τάδε (Eur., H.F. 1379).
    Hang over, threaten: P. and V. ἐφίστασθαι (dat.); see Overhang.
    Hang upon, cling to: P. and V. ἐκκρεμάννυσθαι (gen.), V. ἐκκρήμνασθαι (gen.), ἐξηρτῆσθαι (perf. pass. ἐξαρτᾶν) (gen.); see cling; met., depend on: P. and V. ἐξαρτᾶσθαι (gen., or ἐκ, gen.), P. ἀναρτᾶσθαι (ἐκ, gen.), ἀρτᾶσθαι (ἐκ, gen.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Hang

  • 13 Plague

    subs.
    P. and V. λοιμός, ὁ. νόσος, ἡ, νόσημα, τό. P. λοιμώδης, νόσος, ἡ.
    For account of a plague see Thuc. 2. 47-51.
    Plague of: see Swarm.
    met., bane: P. and V. κακόν, τό, V. δήλημα, τό, πῆμα, τό.
    As applied to a person: P. and V. λυμεών, ὁ, V. πῆμα, τό, τη, ἡ, λῦμα, τό. Ar. and P. ὄλεθρος, ὁ.
    A plague on you: Ar. and V. φθείρου, ἔρρε, περρε. Ar. οἴμωζε, ἔρρʼ ἐς κόρακας, V. ὄλοιο, οὐκ εἰς φθόρον; οὐκ εἰς ὄλεθρον;
    ——————
    v. trans.
    P. and V. ὄχλον παρέχειν (dat.). Ar. and P. ἐνοχλεῖν (acc. or dat.), πράγματα παρέχειν (dat.), V. ὀχλεῖν. Ar. and V. τείρειν; see also Distress.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Plague

  • 14 kruk

    1) κόρακας
    2) κοράκι

    Słownik polsko-grecki > kruk

См. также в других словарях:

  • κόρακας — I Ονομασία τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 6 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βοιών. 2. Ακατοίκητος πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο… …   Dictionary of Greek

  • κόρακας — ο γεν. κόρακα και κοράκου, πληθ. κόρακες και κοράκοι 1. το αρπαχτικό πουλί κόρακας. 2. η παροιμία «Kόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει» λέγεται για την αλληλεγγύη ανθρώπων του αυτού ποιού. 3. η παροιμία «Aπό κόρακα κρα θα ακούσεις» σημαίνει ότι από… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κόρακας ή Κόραξ — (15ος αι.). Βυζαντινός θεολόγος και άρχοντας. Έζησε στην εποχή του Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους (1422), εστάλη από τον αυτοκράτορα στον σουλτάνο Μουράτ Β’ προκειμένου να τον… …   Dictionary of Greek

  • Κόρακας, Αριστοτέλης — (Πόμπια Κρήτης 1858 – 1946). Αντιστράτηγος, αγωνιστής της Κρητικής ανεξαρτησίας και των εθνικών απελευθερωτικών αγώνων. Ήταν γιος του αγωνιστή του 1821 Μιχαήλ Κόρακα (βλ. λ.). Το 1873 γράφτηκε στη Σχολή Ευελπίδων με τιμητική υποτροφία που του… …   Dictionary of Greek

  • Κόρακας, Μιχαήλ — (Πόμπια Κρήτης 1797 – 1889). Αγωνιστής του 1821 και των Κρητικών επαναστάσεων. Πήρε μέρος στις επιχειρήσεις των Σφακιανών εναντίον του Μουσταφά πασά. Αργότερα, επέστρεψε στα Σφακιά και επικεφαλής 50 αρματολών πολέμησε εναντίον των Τούρκων της… …   Dictionary of Greek

  • Κόρακας — Κόραξ raven masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρακας — κόραξ raven masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Vardousia — Vardousia, Korakas (Βαρδούσια, Κόρακας) Vardousia, Berggipfel Korakas. Ansicht von Westen Höhe 2.495 m …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Phrasen/Theta — Theta Inhaltsverzeichnis …   Deutsch Wikipedia

  • Weißer Rabe — Theta Inhaltsverzeichnis 1 Θάλασσα ὕδωρ καθαρώτατον καὶ μιαρώτατον …   Deutsch Wikipedia

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»