-
1 ερωδιός
-
2 ἐρῳδιός
ἐρῳδιός, ὁ,A heron, Il.10.274, Epich.46, Semon.9, Ar.Av. 886, Call. Aet.Oxy.2080.64, Clitarch.22 J., Ant.Lib.7.7, etc.:—also ῥῳδιός, Hippon.63, and [full] ἀρῳδιός (q. v.):—Aristotle mentions three kinds: ὁ πέλλος, prob. common heron, Ardea cinerea ; ὁ λευκός, egret, A. alba, gazetta; ὁ ἀστερίας, bittern, A. Stellaris, HA 609b21 : the ἐρῳδιός in Il.l.c. (cf. Ael.NA1.1) was prob. a shearwater. ( ἐρωδιός freq. in codd., even in Pap. of Call.l.c. (ii A. D.), but ἐρῳδιός (with ωι and oxyt.) Hdn.Gr.2.924 and codd. Hom.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρῳδιός
-
3 ἐρῳδιός
Grammatical information: m.Meaning: `heron' (Κ 274)Other forms: thus Hdn. Gr. 2, 924 and most mss.; also (mss. and pap.) ἐρωδιός; also ῥωδιώς (Hippon. 63) and ἀρωδιός (LXX as v. l.). Worthless ++ ἐρωγάς ἐρωδιός H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Ending as in αἰγωλιὸς, αἰγυπιός, χαραδριός and other bird names. The resemblance with Lat. ardea `heron' cannot be a coincidence; further cf. Serb. róda `stork'; very doubtful however ONord. arta `Kriekente'. Is the writing with ι adscriptum secondary (after the nouns in - ίδιος with influence of ἔρως, ἐρωή? Solmsen Unt. 75f.); on the loss of the anlauting vowel in ῥωδιός Strömberg Wortstudien 44. - Cf. Pok. 68.Page in Frisk: 1,572-573Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐρῳδιός
-
4 ἐρωδιός
ἐρωδιός, ὁ, der Reiher, Il. 10, 274, wo er rechtsfliegend als glückverkündender Vogel erscheint; Aesch. frg. 257; Ar. Av. 886; Arist. H. A. 8, 3.
-
5 ερωδιος
ὁ цапля (Ardea major L.) Hom., Aesch., Arph. etc. -
6 ἐρῳδιός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐρῳδιός
-
7 ἐρωδιός
ἐρωδιός, ὁ, der Reiher, wo er rechtsfliegend als glückverkündender Vogel erscheint -
8 ερωδιός
-
9 ἐρωδιός
Βλ. λ. ερωδιός -
10 ἐρῳδιός
Βλ. λ. ερωδιός -
11 ἐρωδιός
-οῦ ὁ N 2 2-0-0-1-0=3 Lv 11,19; Dt 14,16; Ps 103(104),17 -
12 ερωδιός
héron -
13 ερωδιός
czapla (f) rzecz. -
14 ερωδιός
volavka -
15 ερωδιός
heronΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ερωδιός
-
16 λευκ-ερώδιος
λευκ-ερώδιος oder λευκερωδιός, ὁ, der weiße Reiher, Löffelreiher, Arist. H. A. 8, 3.
-
17 ερωδιού
-
18 ερωδιοί
-
19 ερωδιούς
-
20 ερωδιώ
См. также в других словарях:
ἐρωδιός — ἐρῳδιός heron masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρῳδιός — heron masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερωδιός — (Αrdea).Γένοςπτηνώντηςοικογένειαςτων αρδεϊδών. Διακρίνονται από τα άλλα καλοβατικά (μακρύλαιμα και μακρύποδα, όπως π.χ. οι πελαργοί και οι γερανοί), γιατί διατηρούν τον μακρύ λαιμό τους αναδιπλωμένο και κατά την πτήση. Γενικά δεν θηρεύονται,… … Dictionary of Greek
ερωδιός — ο γένος πουλιών της οικογένειας Αρδεΐδες: ερωδιός ο σταχτόμαυρος, αλλ. τρυγονοκράχτης ή τρυγονοσούρτης, ερωδιός ο λευκός, αλλ. ψαροφάγος· ερωδιός ο αστερίας, αλλ. νυχτοκόρακας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ερωδιός το γεράνιο — (Εrodium geranium). Ποώδες δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των γερανιιδών, που αριθμεί δώδεκα γένη και ευδοκιμεί σε εύκρατες και θερμές χώρες –σχεδόν άγριο– στην Ευρώπη, στην Ασία, στην Κίνα, στην Ιαπωνία, στη βόρεια Αφρική και στη Βόρεια… … Dictionary of Greek
ἐρωδιοῖς — ἐρῳδιός heron masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωδιοί — ἐρῳδιός heron masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωδιοῦ — ἐρῳδιός heron masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωδιούς — ἐρῳδιός heron masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωδιῶν — ἐρῳδιός heron masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωδιῷ — ἐρῳδιός heron masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)