-
1 εριδαινω
1) спорить, ссориться(τινί и μετά τινι, ἀλλήλοιϊν, περί τινος Hom.)
ἐ. ἐπέεσσιν Hom. — браниться;ἀντία πάντων ἐριδαινέμεν Hom. — враждовать со всеми2) соревноваться, состязаться(εἵνεκα τῆς ἀρετῆς Hom.)
ἀργαλέον ποσσίν ἐρῑδήσασθαι Ἀχαιοῖς Hom. — трудно ахейцам состязаться в беге (с Одиссеем)
См. также в других словарях:
ἐριδαίνω — wrangle pres subj act 1st sg ἐριδαίνω wrangle pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εριδαίνω — ἐριδαίνω (Α) [έρις] 1. μαλώνω, λογομαχώ, φιλονεικώ («αὔτως γὰρ ῥ’ ἐπέεσσ’ ἐριδαίνομεν», Ομ. Ιλ.) 2. αγωνίζομαι, διαγωνίζομαι για κάτι, αντιμάχομαι, αμιλλώμαι («εἵνεκα τῆς ἀρετῆς ἐριδαίνομεν», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
ἐριδαίνετον — ἐριδαίνω wrangle pres imperat act 2nd dual ἐριδαίνω wrangle pres ind act 3rd dual ἐριδαίνω wrangle pres ind act 2nd dual ἐριδαίνω wrangle imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριδαίνετε — ἐριδαίνω wrangle pres imperat act 2nd pl ἐριδαίνω wrangle pres ind act 2nd pl ἐριδαίνω wrangle imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριδαινομένων — ἐριδαίνω wrangle pres part mp fem gen pl ἐριδαίνω wrangle pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριδαίνομεν — ἐριδαίνω wrangle pres ind act 1st pl ἐριδαίνω wrangle imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριδαίνουσι — ἐριδαίνω wrangle pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐριδαίνω wrangle pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριδήσω — ἐριδαίνω wrangle aor subj act 1st sg (epic) ἐριδαίνω wrangle aor ind mid 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίδαινε — ἐριδαίνω wrangle pres imperat act 2nd sg ἐριδαίνω wrangle imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠρίδαινον — ἐριδαίνω wrangle imperf ind act 3rd pl ἐριδαίνω wrangle imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριδαινέμεν — ἐριδαίνω wrangle pres inf act (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)