-
1 Ερατούς
-
2 Ἐρατοῦς
-
3 Ερατούς
-
4 Ἐρατούς
-
5 ερατούς
-
6 ἐρατούς
См. также в других словарях:
Ἐρατοῦς — Ἐρατώ Erato fem nom/voc pl Ἐρατώ Erato fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐρατούς — Ἐρατός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρατούς — ἐρατός lovely masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Eratvs — ERĂTVS, untis, Gr. Ἐρατοῦς, οῦντος, (⇒ Tab. XVII.) einer von den vielen Söhnen des Herkules, welche er mit des Thespius Töchtern zeugete. Apollod. lib. II. c. 7. §. ult … Gründliches mythologisches Lexikon
μαλός — I Αρχαία πόλη της Κιλικίας. Αναφέρεται και ως Μαλλός. Βρισκόταν σε ύψωμα, κοντά στις εκβολές του Πύραμου, και είχε χτιστεί από τους Αμφίλοχο και Μόψο. Η Μ. χρησιμοποιήθηκε διαδοχικά από τους Αντίγονο, Πτολεμαίο και Πομπήιο. Ο τελευταίος, κατά τον … Dictionary of Greek
Κλεοφήμη — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη της Ερατούς και του Μάλου. Από τον γάμο της με τον Φλεγύα έγινε μητέρα της Αίγλης ή Κορωνίδας και γιαγιά του Ασκληπιού … Dictionary of Greek