-
1 ἐρασιπλόκαμος
ἐρᾰσι-πλόκᾰμος, ον,A decked with love-locks, Ibyc.9, Pi.P.4.136.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρασιπλόκαμος
См. также в других словарях:
καλλιπλόκαμος — καλλιπλόκαμος, ον (Α) αυτός που έχει ωραίες πλεξούδες («Δήμητρος καλλιπλοκάμοιο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πλόκαμος (< πλόκαμος «βόστρυχος»), πρβλ. ερασι πλόκαμος, πολιο πλόκαμος] … Dictionary of Greek