-
1 ἐρίηρος
A faithful, trusty (μεγάλως τιμώμενοι κτλ., Hsch.), ἐ. ἑταῖρος, in sg., only in Il. 4.266 : elsewh. always in heterocl. pl. ἐρίηρες ἑταῖροι, acc. ἐρίηρας ἑταίρους or ἑτάρους ἐρίηρας, Od.9.100, Il.3.47, etc.; parodied by Cratin. 143 ; ἐρίηρος ἀοιδός loyal to his master's house, Od.1.346, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρίηρος
-
2 ἐρίηρος
ἐρί - ηρος (root ἀρ), pl. ἐρίηρες: trusty, faithful; epith. of ἑταῖροι (sing., Il. 4.266), Il. 3.47, Od. 9.100; of ἀοιδός, α 3, Od. 8.62, 471.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐρίηρος
-
3 εριηρος
См. также в других словарях:
εριηρά — ἐριηρά, ἡ (Α) (παπυρ.) φόρος στο έριον, στο μαλλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. έρι τού έριον + κατάλ. ηρός. Μαρτυρείται μόνο ο ουσιαστικοποιημένος πληθ. τού ουδ. γένους] … Dictionary of Greek