-
1 ερίφια
-
2 ἐρίφια
См. также в других словарях:
ἐρίφια — ἐρίφιον rubus agrestis neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εριφοκλόπος — ἐριφοκλόπος, ον (Α) αυτός που κλέβει ερίφια, ο κατσικοκλέφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < έριφος + κλοπός «κλέφτης» (< κλέπτω)] … Dictionary of Greek
μηλός — I Νησί (150,6 τ. χλμ., 4.771 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, το νοτιοδυτικότερο στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων. Πρωτεύουσα του νησιού είναι ο ομώνυμος οικισμός (υψόμ. 200 μ., 792 κάτ.). Διοικητικά το νησί αποτελεί δήμο του νομού Κυκλάδων. Νησί… … Dictionary of Greek