-
1 ερίσμασιν
-
2 ἐρίσμασιν
-
3 ἔρισμα
См. также в других словарях:
ἐρίσμασιν — ἔρισμα cause of quarrel neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ερίσμασιν
2 ἐρίσμασιν
3 ἔρισμα
ἐρίσμασιν — ἔρισμα cause of quarrel neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)