-
1 ερέψιμον
-
2 ἐρέψιμον
-
3 στεγάσιμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στεγάσιμος
См. также в других словарях:
ἐρέψιμον — ἐρέψιμος of masc/fem acc sg ἐρέψιμος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)