Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἐρύματα

См. также в других словарях:

  • ἐρύματα — ἔρυμα fence neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρύματ' — ἐρύματα , ἔρυμα fence neut nom/voc/acc pl ἐρύματι , ἔρυμα fence neut dat sg ἐρύματε , ἔρυμα fence neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρυμα — ἔρυμα, τό (AM) [ερύω (II)] 1. μέσο για προστασία, προφύλαγμα («θώρακας ἐρύματα σωμάτων», Ξεν.) 2. αμυντικό οχύρωμα, πρόχωμα, οχυρό (α. «ἔρυμα λίθοις ὀρθοῡν», Θουκ. β. «οἱ Ἕλληνες ἐρύματα ἔχοντες ἔνθεν μὲν τὸν Τίγρητα ἔνθεν δὲ τήν διώρυγα», Ξεν.)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»