-
1 ἐρόεις
ἐρόεις, εσσα, εν, lieblich, liebenswürdig, Θαλίη Hes. Th. 254; σπείων ἐροέντων H. h. Ven. 264; φυὴν ἐρόεσσαν, von der Lyra, h. Merc. 31; λειμών Ar. Av. 246; Eur. fr. inc. 102; sp. D., ἐρόεις Ἑλένης τύπος Arab. 5 ( Plan. 149); = ἐρωτικός, Mus. 145.
-
2 ερόεις
-
3 ἐρόεις
-
4 εροεις
(σπεῖος HH.; Ἱπποθόη Hes.; λειμών Arph.)
φυέν ἐρόεσσα HH. — прелестная наружностью, очаровательная -
5 ἐρόεις
-
6 ἐρόεις
ἐρόεις, εσσα, εν, lieblich, liebenswürdig -
7 ερόεν
-
8 ἐρόεν
-
9 ερόεντα
-
10 ἐρόεντα
-
11 ερόεσσ'
-
12 ἐρόεσσ'
-
13 αερόεις
-
14 ἀερόεις
-
15 εροέντων
-
16 ἐροέντων
-
17 εροέσσης
-
18 ἐροέσσης
-
19 ερόεντας
-
20 ἐρόεντας
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ερόεις — ἐρόεις, εσσα, εν, (ποιητ. τ.) (Α) [έρος] αξιέραστος, γεμάτος έρωτα, θελκτικός, γοητευτικός («χαῑρε, φωνὴ ἐρόεσσα» Ύμν. εις Ερμ.) … Dictionary of Greek
ἐρόεις — lovely masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρόεν — ἐρόεις lovely masc voc sg ἐρόεις lovely neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρόεντα — ἐρόεις lovely neut nom/voc/acc pl ἐρόεις lovely masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐροέντων — ἐρόεις lovely masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐροέσσης — ἐρόεις lovely fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρόεντας — ἐρόεις lovely masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρόεντος — ἐρόεις lovely masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρόεσσα — ἐρόεις lovely fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρόεσσαν — ἐρόεις lovely fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρόεσσ' — ἐρόεσσα , ἐρόεις lovely fem nom/voc sg ἐρόεσσαι , ἐρόεις lovely fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)