-
1 ἐρωτώτερος
A fond of a thing,πρὸς χρυσίον Plu.Dem.25
; τὰ τοῦ σώματος -ικὰ πρὸς πλησμονὴν καὶ κένωσιν the cravings of the body, Pl.Smp. 186c. Adv.-κῶς, περιαλγήσας Th.6.54
;ἐ. μεταχειρίζεσθαί τινα Lys.Fr.1.5
;ἐ. διατίθεσθαι Pl.Smp. 207b
; ἐ. ἔχειν τοῦ Σωκράτους ib. 222c ;τοῦ ποιεῖν τι X.Cyr.3.3.12
: [comp] Sup.-ώτατα, ἔχειν τοῦ ἔργου Id.Hier.1.21
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρωτώτερος
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский