Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐρωτό-ληπτος

См. также в других словарях:

  • πυρίληπτος — ον, Α αυτός που άρπαξε, που πήρε φωτιά («πυρίληπτα πεδία», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + ληπτος (< ληπτός < λαμβάνω), πρβλ. ερωτό ληπτος, νυμφό ληπτος] …   Dictionary of Greek

  • μοιχόληπτος — μοιχόληπτος, ον (Α) 1. αυτός που συλλαμβάνεται επ αυτοφώρω να μοιχεύει 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μοιχόληπτα τα μοιχάγρια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + ληπτός (< λαμβάνω), πρβλ. ερωτό ληπτος] …   Dictionary of Greek

  • φιλόληπτος — ον, Α πιθ. αυτός που τού αρέσει να παίρνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ληπτός (< λαμβάνω), πρβλ. ἐρωτό ληπτος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»