-
1 καίπερ
καίπερ, in Hom. always with a word between (exc.II although, albeit, usu. c. part.,καὶ αὐτῇ περ νοεούσῃ 1.577
; ;καὶ πρίν περ θυμῷ μεμαώς 5.135
;καὶ κήδεά περ πεπαθυίῃ Od.17.555
: so in later Poets,κ. ἀχνύμενος Pi.I.8(7).4
, cf. N.6.6;καὶ θοῦρός περ ὤν A.Fr.199.2
;κ. αὐθάδη φρονῶν Id.Pr. 907
;κ. οὐ στέργων ὅμως Id.Th. 712
;κ. οὐ δύσοργος ὤν S.Ph. 377
: preceded by ὅμως, Pl. R. 495d: the part. must freq. be supplied, καὶ θεός περ [ὤν] A.Ag. 1203; γιγνώσκω σαφῶς, κ. σκοτεινὸς [ὤν], ; also εἰ μέμονάς γε, καὶ ὀψέ περ [ ἐρυόμενος],..ἐρύεσθαι Il.9.247
; ἐπιμνησαίμεθα Χάρμης, καὶ πρὸς δαίμονά περ [ μαχούμενοι] 17.104; λέγεις ἀληθῆ, κ. ἐκ μακροῦ Χρόνου [ λέγων] S.OT 1141; ἀλλ' ἔστιν ὧν δεῖ, κ. οὐ πολλῶν ἄπο, = καίπερ οὐ πολλῶν ὄντων, Id.Ph. 647: with finite Verbs only as dub. l., κ. ἔχει (leg. καἴπερ) Pi.N.4.36; κ. (leg. καίτοι)ἐκεῖνό γε ᾤμην τι εἶναι Pl.Smp. 219c
.
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский