-
1 ερυσάρματες
-
2 ἐρυσάρματες
-
3 ερυσαρματες
-
4 ἐρυσάρματες
ἐρῠσάρμᾰτες, acc. -ᾰτας, nom. and acc. pl., with no sg. in use,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρυσάρματες
-
5 ἐρυσ-άρματος
ἐρυσ-άρματος, wagenziehend; dazu die metaplastische Form des nom. ἐρυσάρματες ὠκέες ἵπποι Il. 16, 370 u. acc. ἐρυσάρματας 15, 364; Hes. sc. 369. Einen nomin. ἐρυσάρμας hat es schwerlich gegeben, Lob. paralipp. p. 179.
-
6 ερυσάρματας
-
7 ἐρυσάρματας
См. также в других словарях:
ερυσάρματες — ἐρυσάρματες, οἱ (Α) αυτοί που σύρουν το άρμα («ἐρυσάρματες ἵπποι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερύω (I) (πρβλ. ερύα ω, είρυσ α) + άρμα, ατός] … Dictionary of Greek
ἐρυσάρματες — chariot drawing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυσάρματας — ἐρυσάρματες chariot drawing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… … Dictionary of Greek