-
1 ερυμνονωτος
-
2 ἐρυμνόνωτος
ἐρυμνόνωτος, ον,A with fenced back, of a crab, f.l.for τερεμνό-, AP 6.196 (Stat. Flacc.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρυμνόνωτος
-
3 ἐρυμνόνωτος
ἐρυμνό-νωτος, mit befestigtem, bepanzertem Rücken (vom Krebs) -
4 τερεμνονωτος
См. также в других словарях:
ερυμνόνωτος — ἐρυμνόνωτος, ον (Α) (για οστρακοφόρα) αυτός που έχει οχυρωμένα τα νώτα του … Dictionary of Greek