-
1 ερυκόμενοι
-
2 ἐρυκόμενοι
См. также в других словарях:
ἐρυκόμενοι — ἐρῡκόμενοι , ἐρύκω keep in pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ερυκόμενοι
2 ἐρυκόμενοι
ἐρυκόμενοι — ἐρῡκόμενοι , ἐρύκω keep in pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)