-
1 ἐρυθρύδανον
ἐρυθρύδανον, τό,A = ἐρυθρόδανον, PSI5.489 (iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρυθρύδανον
-
2 ἐρυθρόδανον
ἐρυθρόδᾰν-ον, τό,=ἐρευθέδανον, Dsc.3.143: [full] ἐρυθρόδανος, ἡ, Plin. HN 24.94 (v.l.) ; cf. ἐρυθρύδανον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρυθρόδανον
См. также в других словарях:
ερυθρύδανον — ἐρυθρύδανον, τὸ (Μ) το ερυθρόδανο … Dictionary of Greek
ερυθρόδανο — το (AM ἐρυθρόδανον και ἐρευθέδανον Α και ἐρυθρόδανος, ἡ Μ και ἐρυθρύδανον, τό) 1. το φυτό ερυθρόδανο το βαφικό, ριζάρι, τής οικογένειας ρουβιίδες, από τη ρίζα τού οποίου έπαιρναν κόκκινη χρωστική ουσία 2. το κόκκινο χρώμα τής ρίζας τού φυτού.… … Dictionary of Greek