-
1 ἐρυθρο-ποίκιλος
ἐρυθρο-ποίκιλος, rothbunt, roth gesprenkelt, συνόδοντες Epicharm. bei Ath. VII, 322 a.
-
2 ἐρυθροποίκιλος
ἐρυθρο-ποίκῐλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρυθροποίκιλος
-
3 ἐρυθροποίκιλος
ἐρυθρο-ποίκιλος, rotbunt, rot gesprenkelt
См. также в других словарях:
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
πυρροποίκιλος — ον, ΜΑ (ιδίως για ερυθρό γρανίτη) αυτός που έχει κόκκινα στίγματα, ερυθρόστικτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + ποικίλος «κατάστικτος, πολύχρωμος»] … Dictionary of Greek