-
1 ερυγμήλου
-
2 ἐρυγμήλου
См. также в других словарях:
ἐρυγμήλου — ἐρύγμηλος loud bellowing masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ερυγμήλου
2 ἐρυγμήλου
ἐρυγμήλου — ἐρύγμηλος loud bellowing masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)