-
1 ερράχιζον
ῥαχίζωcut through the spine: imperf ind act 3rd plῥαχίζωcut through the spine: imperf ind act 1st sg -
2 ἐρράχιζον
ῥαχίζωcut through the spine: imperf ind act 3rd plῥαχίζωcut through the spine: imperf ind act 1st sg -
3 ραχιζω
См. также в других словарях:
ἐρράχιζον — ῥαχίζω cut through the spine imperf ind act 3rd pl ῥαχίζω cut through the spine imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραχίζω — ῥαχίζω ΝΜΑ, και ῥακχίζω Α [ῥάχις] νεοελλ. (σχετικά με μεγάλο ψάρι που σπαρταρά ακόμη) χτυπώ με το κουπί για να τό αποτελειώσω μσν. αρχ. διαμελίζω, κομματιάζω, φονεύω (α. «διὰ τὸ τὴν πρώτην καὶ μεγάλην διακοπὴν κατὰ τὴν ῥάχιν γίνεσθαι», Ησύχ. β.… … Dictionary of Greek