-
1 ερρωμενως
1) крепко, сильно(πασσαλεύειν Aesch.)
2) решительно, энергично(ἐπιτιμᾶν Isocr.)
3) мужественно, стойко(χωρεῖν Xen.; τοὺς πόνους ὑπομένειν Arst.; ἀγωνίσασθαι πρὸς τοὺς πολεμίους Plut.)
4) усердно, основательно(μαθεῖν Plat.)
5) пристально, внимательно(σκοπεῖν Isocr.)
См. также в других словарях:
ἐρρωμένως — ἐρρωμένος in good health adverbial ἐρρωμένος in good health masc acc pl (doric) ῥώννυμι strengthen perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερρωμένος — η, ο (Α ἐρρωμένος, η, ον) 1. υγιής, ρωμαλέος, σθεναρός, σωματώδης 2. εύτολμος, ανδρείος 3. (για ενέργειες, διαθέσεις, γνώμες) ισχυρός, έντονος, δυνατός (α. «ἐρρωμενεστέραις ταῑς γνώμαις», Ξεν. β. «αντέταξαν ερρωμένην αντίστασιν»). επίρρ...… … Dictionary of Greek
τρίστροφος — ον, Α 1. (για κλωστές) στριμμένος τρεις φορές, καλά στριμμένος («λίνον ἐρρωμένως ἐστραμμένον, ὅσον δίστροφον ἢ τρίστροφον», Ορειβ.) 2. (μετρ.) αυτός που αποτελείται από τρεις στροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + στροφος (< στροφή), πρβλ. μονό… … Dictionary of Greek
υπερερρωμένως — Α επίρρ. ισχυρότατα, με πάρα πολύ μεγάλο σθένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἐρρωμένως «σθεναρά, ρωμαλέα»] … Dictionary of Greek
χορηγώ — χορηγῶ, έω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χοραγώ Α [χορηγός] 1. (στην αρχ. Αθήνα) είμαι χορηγός, καταβάλλω τις δαπάνες για την συγκρότηση δραματικού χορού («Θεμιστοκλῆς... ἐχορήγει», Πλούτ.) 2. καταβάλλω την δαπάνη για κάτι, επιδοτώ, επιχορηγώ, χρηματοδοτώ (α … Dictionary of Greek