-
1 ερρωμενεστέρως
-
2 ἐρρωμενεστέρως
См. также в других словарях:
ἐρρωμενεστέρως — ἐρρωμένος in good health masc acc comp pl (doric) ἐρρωμένος in good health comp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ερρωμενεστέρως
2 ἐρρωμενεστέρως
ἐρρωμενεστέρως — ἐρρωμένος in good health masc acc comp pl (doric) ἐρρωμένος in good health comp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)