-
1 ερρωμενεστέραις
ἐρρωμένοςin good health: fem dat comp plἐρρωμενεστέρᾱͅς, ἐρρωμένοςin good health: fem dat comp pl (attic) -
2 ἐρρωμενεστέραις
ἐρρωμένοςin good health: fem dat comp plἐρρωμενεστέρᾱͅς, ἐρρωμένοςin good health: fem dat comp pl (attic) -
3 ἐρρωμένος
A in good health, D.2.21, etc.; ἐρρωμένος ὤν, opp. ἀσθενέστερος, Lys.24.7 ; powerful, influential, formidable,ἐρρωμένη τέχνης δύναμις Pl.Phdr. 268a
; (sed leg. αἰρομένας): irreg. [comp] Comp.,τειχομαχίη ἐρρωμενεστέρη Hdt.9.70
;οἱ ἐρρωμηνέστεροι τῶν ἀνθρώπων Pl.Grg. 483c
;ἐρρωμενεστέραις ταῖς γνώμαις X.Cyr.3.3.31
; τὸ φύσει ἐρρωμηνέστερον Pl.Smp. 181c : [comp] Sup.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρρωμένος
См. также в других словарях:
ἐρρωμενεστέραις — ἐρρωμένος in good health fem dat comp pl ἐρρωμενεστέρᾱͅς , ἐρρωμένος in good health fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερρωμένος — η, ο (Α ἐρρωμένος, η, ον) 1. υγιής, ρωμαλέος, σθεναρός, σωματώδης 2. εύτολμος, ανδρείος 3. (για ενέργειες, διαθέσεις, γνώμες) ισχυρός, έντονος, δυνατός (α. «ἐρρωμενεστέραις ταῑς γνώμαις», Ξεν. β. «αντέταξαν ερρωμένην αντίστασιν»). επίρρ...… … Dictionary of Greek
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek