-
1 ερρυήκασιν
-
2 ἐρρυήκασιν
См. также в других словарях:
ἐρρυήκασιν — ἐρρυήκᾱσιν , ῥέω flow perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ερρυήκασιν
2 ἐρρυήκασιν
ἐρρυήκασιν — ἐρρυήκᾱσιν , ῥέω flow perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)