-
1 ερισταφυλος
См. также в других словарях:
φιλοστάφυλος — ον, ΜΑ αυτός που τού αρέσουν τα σταφύλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + στάφυλος (< σταφυλή), πρβλ. ἐρι στάφυλος] … Dictionary of Greek
1 ερισταφυλος
φιλοστάφυλος — ον, ΜΑ αυτός που τού αρέσουν τα σταφύλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + στάφυλος (< σταφυλή), πρβλ. ἐρι στάφυλος] … Dictionary of Greek