-
1 ερισταφυλος
-
2 αρισταφυλος
См. также в других словарях:
εριστάφυλος — ἐριστάφυλος, ον (Α) 1. (για κρασί) αυτός που είναι παρασκευασμένος από μεγάλα, ωραία σταφύλια 2. (για τόπο) αυτός που είναι πλούσιος σε σταφύλια 3. επίθ. τού Διονύσου («ἐρισταφύλῳ Βάκχῳ», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + σταφυλή] … Dictionary of Greek
ἐριστάφυλος — made of fine grapes masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριστάφυλον — ἐριστάφυλος made of fine grapes masc/fem acc sg ἐριστάφυλος made of fine grapes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρισταφύλοιο — ἐριστάφυλος made of fine grapes masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρισταφύλου — ἐριστάφυλος made of fine grapes masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρισταφύλους — ἐριστάφυλος made of fine grapes masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρισταφύλων — ἐριστάφυλος made of fine grapes masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρισταφύλῳ — ἐριστάφυλος made of fine grapes masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… … Dictionary of Greek